Η 18η Οκτωβρίου αποτελεί ημέρα διπλής γιορτής για τη Λαμία. Η πόλη τιμά τον Πολιούχο της, Ευαγγελιστή Λουκά, αλλά και την ιστορική ημέρα της απελευθέρωσής της από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, που αποχώρησαν το 1944, βάζοντας τέλος σε μια σκοτεινή περίοδο. Όπως κάθε χρόνο, η πόλη γιορτάζει με λαμπρότητα, φωταγωγημένη και ζωντανή, ενώ οι εκδηλώσεις κορυφώνονται με τη μεγάλη επετειακή συναυλία «Η πόλη γιορτάζει με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη», στο Δημοτικό Θέατρο Λαμίας.
Πίσω, όμως, από αυτή τη γιορτή κρύβεται μια συγκλονιστική ιστορία θάρρους και ανθρωπιάς: η διάσωση της πόλης από την πλήρη καταστροφή, χάρη στην αυτοθυσία δύο ανδρών: του Ιταλού Εουτζένιο Ντε Σιμόνε και του Αυστριακού Γιόζεφ Μπλέχιγκερ γνωστού στη συνέχεια ως Ηλία Κόκκινου.
Η απειλή της καταστροφής
Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί ετοίμαζαν την αποχώρησή τους από τη Λαμία. Τη νύχτα της 17ης Οκτωβρίου, όμως, τοποθέτησαν εκρηκτικούς μηχανισμούς στο στρατόπεδο Τσαλτάκη, με σκοπό να ανατινάξουν την πόλη και να την αφήσουν ερείπια. Οι κάτοικοι, έντρομοι, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, αγνοώντας αν θα ξημέρωνε άλλη μέρα για τη Λαμία.
Ο Αυστριακός που έγινε Έλληνας
Ο Γιόζεφ Μπλέχιγκερ, Αυστριακός σιδηροδρομικός που βρέθηκε στη Λαμία υπηρετώντας αναγκαστικά στον γερμανικό στρατό, είχε ήδη δεθεί με τους κατοίκους και είχε μυηθεί στο ΕΛΑΝ. Όταν πληροφορήθηκε πως το στρατόπεδο θα ανατιναζόταν, πήρε τη μεγάλη απόφαση: να αποτρέψει την έκρηξη, γνωρίζοντας πως ίσως να μην ξαναδεί ποτέ την οικογένειά του.
Με τη βοήθεια ενός Ιταλού φρουρού, εισήλθε στο στρατόπεδο και εντόπισε τον μηχανισμό. Παρότι δεν ήταν ηλεκτρολόγος, κατάφερε να αποσυνδέσει τα καλώδια, σταματώντας τη λειτουργία των εκρηκτικών. Έπειτα φυγαδεύτηκε από την Εθνική Αντίσταση και ενώθηκε με τους αντάρτες. Από εκείνη τη μέρα, ο «Ιωσήφ ο Αυστριακός» έγινε σύμβολο ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.
Μετά τον πόλεμο, ο Μπλέχιγκερ πολιτογραφήθηκε Έλληνας με το όνομα Ηλίας Κόκκινος, προς τιμήν του πρώτου Λαμιώτη που έπεσε στο Αλβανικό μέτωπο. Έγινε αγιογράφος, άφησε έργα σε πολλές εκκλησίες της Κεντρικής Ελλάδας και τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της πόλης. Όταν στα γηρατειά του ταξίδεψε στην Αυστρία, βρήκε την οικογένειά του μετά από δεκαετίες — μια συγκινητική επανένωση που ολοκλήρωσε τον κύκλο μιας ζωής αφιερωμένης στην ειρήνη και στη μνήμη.
Ο Ιταλός αιχμάλωτος που έσωσε τη Λαμία
Παράλληλα, ο Ιταλός Εουτζένιο Ντε Σιμόνε, αιχμάλωτος στο ίδιο στρατόπεδο, βρέθηκε κι εκείνος μπροστά στο κρίσιμο δίλημμα. Ως ηλεκτρολόγος, είχε λάβει εντολή από τους Γερμανούς να συνδέσει τα εκρηκτικά που θα κατέστρεφαν τη Λαμία. Αντί γι’ αυτό, ο Ντε Σιμόνε έβαλε σε εφαρμογή ένα σχέδιο σωτηρίας: πυροδότησε πρώτα μικρά καλώδια για να παραπλανήσει τους Γερμανούς και στη συνέχεια, με εγκαύματα στα χέρια, αποσύνδεσε όλη τη γραμμή πυροδότησης των μεγάλων εκρηκτικών.
Δούλεψε ασταμάτητα όλη τη νύχτα, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου, όταν οι αντάρτες μπήκαν στο στρατόπεδο και τον βρήκαν να αγωνίζεται για να αποτρέψει τη μοιραία ανατίναξη. Με την πράξη του αυτή, έσωσε τη Λαμία από τη βέβαιη καταστροφή.
Ο ίδιος έλεγε αργότερα πως δεν το έκανε για δόξα ή ανταμοιβή, αλλά γιατί δεν ήθελε να είναι υπεύθυνος για τον θάνατο αθώων ανθρώπων. Ήταν μουσικός, ήρεμος άνθρωπος και μεγάλος φιλέλληνας. Μετά τον πόλεμο έμεινε στη Λαμία, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, παντρεύτηκε την Ελπίδα Πέτρου και απέκτησε πέντε παιδιά.
Όταν γύρισε στο χωριό του στην Ιταλία, διαπίστωσε πως το όνομά του ήταν χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα πεσόντων. Θεωρούσαν ότι είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Με δάκρυα στα μάτια, έσβησε ο ίδιος το όνομά του, επιστρέφοντας ως ζωντανός ήρωας.
Οι δύο ήρωες – δύο μονοπάτια, ένας σκοπός
Παρότι δεν υπάρχει επιβεβαιωμένη μαρτυρία πως συνεργάστηκαν άμεσα, οι ιστορίες του Κόκκινου και του Ντε Σιμόνε τέμνονται με τρόπο σχεδόν συμβολικό. Και οι δύο ρίσκαραν τη ζωή τους για ανθρώπους που δεν γνώριζαν, σε μια ξένη χώρα, καθοδηγούμενοι μόνο από τη συνείδηση και το ήθος τους.
Και οι δύο έμειναν στη Λαμία, ρίζωσαν εκεί, εργάστηκαν στα ίδια έργα —ο ένας αγιογραφούσε, ο άλλος έβαφε εκκλησίες— και συνέδεσαν για πάντα τα ονόματά τους με την ιστορία της πόλης. Σήμερα, δύο δρόμοι της Λαμίας φέρουν τα ονόματά τους και συναντιούνται, όπως κάποτε διασταυρώθηκαν και οι ζωές τους.
Η Λαμία θυμάται
Κάθε 18 Οκτωβρίου, οι καμπάνες της Λαμίας δεν χτυπούν μόνο για τη γιορτή του Αγίου Λουκά, αλλά και για εκείνη τη μέρα που η πόλη σώθηκε από τη φωτιά. Ο ήχος τους θυμίζει το θάρρος δύο ξένων που έγιναν Έλληνες με τις πράξεις τους — δύο ανθρώπων που απέδειξαν πως η ελευθερία, η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη δεν έχουν πατρίδα.
Η μνήμη τους τιμάται ως αιώνιο παράδειγμα πίστης στον άνθρωπο και ως σύμβολο της Λαμίας που, χάρη σε αυτούς, ξημέρωσε ελεύθερη στις 18 Οκτωβρίου 1944.